Γράφει ο Νίκος Αλέτρας
Με τη συμμετοχή μου στο 24ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ως μέλος της κριτικής επιτροπής FIPRESCI, διαπίστωσα – για μια ακόμη φορά – πως το κινηματογραφικό είδος του ντοκιμαντέρ μπορεί να αποτελέσει ένα γόνιμο αφηγηματικό πεδίο πειραματισμού τεκμηρίωσης της πραγματικότητας. Το ντοκιμαντέρ από τη φύση του καταγράφει την πραγματικότητα, και όπως είναι γνωστό η καταγραφή της πραγματικότητας, το πιθανότερο είναι να μη διακρίνεται από δραματουργία (βασικό χαρακτηριστικό της μυθοπλασίας). Μπορεί λοιπόν, ένα ντοκιμαντέρ (που χρησιμοποιεί την πραγματικότητα για να τεκμηριώσει ένα γεγονός η μία άποψη) να είναι ταυτόχρονα και μυθοπλασία, έτσι όπως την έχουμε γνωρίσει μέσα από τα κλασσικό αφηγηματικό σινεμά; Να έχει δηλαδή αρχή, μέση και τέλος, με τις ανάλογες δραματουργικές κορυφώσεις, όπως ακριβώς ένα σενάριο τρίπρακτης αριστοτελικής δομής;
Η απάντηση σαφώς και είναι καταφατική, και σ’ αυτό το σημείο νομίζω, εντοπίζεται η πρόκληση για έναν κινηματογραφιστή που θα προσπαθήσει να ακολουθήσει την μεθοδολογία της μυθοπλασίας για να αποτυπώσει την πραγματικότητα. Γιατί, όπως και να’ χει, η πραγματικότητα είναι πάντα η πραγματικότητα, και το μεγάλο στοίχημα για τον χαρισματικό ντοκιμαντερίστα είναι το πως θα επιλέξει (η θα εμπνευστεί) να την αφηγηθεί.
Στη Θεσσαλονίκη λοιπόν, είδα εξαιρετικές ταινίες τεκμηρίωσης, πιο συναρπαστικές και από τις πιο συναρπαστικές ταινίες μυθοπλασίας. Και το πιο σημαντικό σ’ αυτές τις ταινίες, είναι ότι διακρίνονται από ένα υψηλό επίπεδο επαγγελματισμού και παραγωγής, παρότι οι περισσότερες από αυτές ήταν DIY παραγωγές που έγιναν με ελάχιστο προϋπολογισμό. Από αυτή την άποψη λοιπόν, ένα ντοκιμαντέρ μπορεί να αποτελέσει άσκηση οικονομίας της παραγωγής για έναν ταλαντούχο ανεξάρτητο κινηματογραφιστή, ο όποιος έχει στη διάθεση του περιορισμένο ή και καθόλου προϋπολογισμό. Ένα τέτοιο ντοκιμαντέρ είναι αυτό που βράβευσε η επιτροπή μας, ως καλύτερο ελληνικό ντοκιμαντέρ της διοργάνωσης. Ο Χειροπαλαιστής (Arm wrestler) του Γιώργου Γούση είναι πράγματι ένα συναρπαστικό DIY ντοκιμαντέρ απαράμιλλης αφήγησης που ανταποκρίνεται με αριστοτεχνικό τρόπο και στα τέσσερα κριτήρια αξιολόγησης που έθεσα στο πλαίσιο της συμμετοχής μου στην επιτροπή FIPRESCI για το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης 2022: είναι καινοτόμο ως προς την αισθητική του και σκηνοθετική του προσέγγιση, διαθέτει δραματουργική αφήγηση, είναι μια προσεγμένη και φροντισμένη παραγωγή, ενώ, εντέλει, αποτυπώνει την εθνογραφία της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.
Το σκεπτικό της επιτροπής μας στη βράβευση του Χειροπαλαιστή καλύπτει και τα τέσσερα αυτά, κριτήρια: “Για την καθηλωτική παρατήρηση του αγώνα που δίνει ένας νεαρός άνδρας για να βρει ισορροπία ανάμεσα στην επαγγελματική και την προσωπική του ζωή, ανάμεσα στο αγροτικό και το αστικό περιβάλλον, ανάμεσα στα όνειρα και τις πραγματικότητες της καθημερινότητας. Η ευρηματική σύνθεση πλάνων και το ευρύ και πλούσιο φάσμα από τοποθεσίες των γυρισμάτων συγκροτούν ένα ενοποιημένο βλέμμα σε μια χαρισματική προσωπικότητα. Μέσα από το ταξίδι ενός άνδρα, ρίχνουμε ταυτόχρονα μια ματιά στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, στοιχείο που καθιστά την ταινία καθρέφτη της χώρας στη σημερινή εποχή”. Το βραβείο της επιτροπής μας υιοθετήθηκε από τη Δημόσια Τηλεόραση (ΕΡΤ) απονέμοντας έτσι και το δικό της πρώτο βραβείο στον Χειροπαλαιστή (συνοδεύεται από το χρηματικό έπαθλο των 3.000€).
Η βράβευση της ταινίας του νεαρού Γιώργου Γούση φαίνεται ότι αποτελεί τη (φυσική;) συνέχεια της βράβευσής του στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον Νοέμβριο του 2021, για το αριστουργηματικό του (επίσης DIY) φιλμ μυθοπλασίας μεγάλου μήκους Μαγνητικά Πεδία. Ο Γιώργος Γούσης δίνει στον ελληνικό κινηματογράφο μια ώθηση εξωστρέφειας, τόσο σε ότι αφορά το μοντέλο κινηματογραφικής παραγωγής (άψογες DIY παραγωγές), όσο και στο διαειδολογικό ύφος αισθητικής απόδοσης και αφήγησης που απηχεί στο ευρύ κοινό. Το ελληνικό σινεμά φαίνεται να περνάει σε μια περίοδο εξωστρέφειας, ύστερα από την περίοδο βαριάς κατάθλιψης και εσωστρέφειας του (μη) ελληνικού «Greek weird wave».
Στο ίδιο πλαίσιο και το σκεπτικό της επιτροπής μας στο φιλμ Σπίτι από θραύσματα (A House Made of Splinters) του Σάιμον Λέρενγκ Βίλμοντ (Δανία-Φινλανδία-Σουηδία-Ουκρανία), που βραβεύθηκε ως το Καλύτερο Διεθνές Ντοκιμαντέρ της φετινής διοργάνωσης: «Για τη λεπτεπίλεπτη και ευαίσθητη ματιά σε ευαίσθητες παιδικές υπάρξεις που αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ζωής από πολύ νωρίς. Παρότι τοποθετημένη σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο, η ιστορία αποκτά ένα οικουμενικό νόημα. Παρατηρώντας στενά τις προσωπικότητες των παιδιών και τις σχέσεις τους τόσο με τους συνομήλικους όσο και με τους μεγαλύτερους, η ταινία υφαίνει μια συναισθηματικά φορτισμένη και ισχυρή αφήγηση, γεμάτη ζωή και ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον». Η ταινία περιγράφει τις προσπάθειες μιας μικρής ομάδας κοινωνικών λειτουργών οι οποίοι επιδεικνύουν τρομερή αποφασιστικότητα, εργαζόμενοι ακατάπαυστα σ’ ένα ειδικό ορφανοτροφείο, καθώς ο πόλεμος στην Ανατολική Ουκρανία επιβαρύνει σημαντικά τις άπορες οικογένειες που ζουν κοντά στην πρώτη γραμμή του πυρός. Σκοπός της ομάδας είναι η δημιουργία ενός σχεδόν μαγικού περιβάλλοντος, στο οποίο τα παιδιά θα ζουν με ασφάλεια όσο οι κρατικές και δικαστικές αρχές αποφασίζουν το μέλλον τους, όπως και των οικογενειών τους.
Η σύνθεση των ταινιών του φετινού Διεθνούς Διαγωνιστικού, ήταν τουλάχιστον ενδιαφέρουσα, με τα φιλμ Στρέψε το σώμα σου στον ήλιο (Turn Your Body to the Sun) και Εκτροχιασμένοι (Off the Rails) να αποτελούν καινοτόμες προτάσεις στην παραγωγή των ταινιών τεκμηρίωσης. Στο Στρέψε το σώμα σου στον ήλιο της Αλιόνα φαν ντερ Χορστ περιγράφεται η ιστορία ενός Σοβιετικού Τατάρου αιχμαλώτου πολέμου, ο οποίος μεταφέρεται σ’ ένα από τα απάνθρωπα στρατόπεδα του Στάλιν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκεί ο έρωτας του για ένα άγνωστο κορίτσι γίνεται η σανίδα σωτηρίας του. Εξήντα χρόνια αργότερα, η κόρη του, η Σάνα, ιχνηλατεί το δρόμο του απρόσιτου πατέρα της. Η Σάνα προσπαθεί να καταλάβει τι ήταν αυτό που διαμόρφωσε τον άντρα που γνώρισε στην παιδική της ηλικία, μέσα από τα ημερολόγιά του, από διάφορα ιδιωτικά και δημόσια αρχεία ή και κρατικά μητρώα. Συνοδεύοντας την κόρη σ’ αυτό της το ταξίδι, η σκηνοθέτις κάνει τη δική της ανασκαφή σε κινηματογραφικά αρχεία, αναζητώντας τα ίχνη των εκατομμυρίων Σοβιετικών στρατιωτών που βρέθηκαν σε διασταυρωμένα πυρά ανάμεσα στους Στάλιν και Χίτλερ, που ήταν παρόντες εκείνη τη στιγμή, αλλά εκτοπίστηκαν από το αφήγημα του πολέμου. Απλό, λιτό, συναισθηματικό και ειλικρινές, το φιλμ είναι ένα αποτελεσματικό ντοκιμαντέρ το οποίο αφηγείται ιστορικές μνήμες και προσωπικές αναμνήσεις και καταγράφει μια συγκλονιστική ανθρώπινη ιστορία στην εποχή του Στάλιν. Εξαιρετική και καινοτόμα, η επεξεργασμένη χρήση του παλιού υλικού επικαίρων με την προσθήκη νέου ηχητικού σχεδιασμού.
Στο Εκτροχιασμένοι του Πίτερ Ντέι περιγράφεται η ιστορία των Ρίκι Μπρούερ και Έιντεν Νοξ, οι οποίοι προσπαθούν να χτίσουν καριέρες ως youtubers, μέσα από τις επικίνδυνες συγκινήσεις που του προσφέρουν τα stunt αστικής εξερεύνησης UrbEx. Τα αποκλειστικά δικαιώματα μιας δεκαετίας αρχειακού υλικού που γύρισαν οι ίδιοι αποκαλύπτουν τη συναρπαστική ιστορία των χρόνων της διάπλασής τους. Ενώ παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα τα ριψοκίνδυνα ακροβατικά τους, γοητευόμαστε από τη ζεστασιά και την ανθρωπιά των δύο ξεχωριστών αυτών νεαρών. Η ταινία είναι συναρπαστική και εντυπωσιακή! Και τολμώ να πω, πως είναι το καλύτερο ντοκιμαντέρ που έχω δει εδώ και πολύ καιρό. Στην ταινία του Πίτερ Ντέι, η πραγματικότητα είναι πιο συναρπαστική από τη μυθοπλασία και πιο ανθρώπινη, σήμερα στην εποχή του YouTube και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Πιστεύω ότι η ταινία θα βρει απήχηση και αποδοχή στους σημερινούς θεατές, τη γενιά των millennials και της Gen Z.
Σε ότι αφορά τα ελληνικά κινηματογραφικά ντοκιμαντέρ που προβλήθηκαν στο φεστιβάλ, αυτά ήταν πολλά και με αυξημένο επίπεδο ποιότητας παραγωγής (77 μικρού και μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ). Αυτό αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη αν σκεφτεί κανείς ότι οι ταινίες αυτές παρήχθησαν σε μια δύσκολη περίοδο, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά γενικά για ολόκληρο τον πλανήτη, την περίοδο του κορονοϊού και των lockdowns. Από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες που παρακολούθησα, ήταν οι ταινίες Αεραλάνδη του Χάρη Ραφτογιάννη και οι Τέλος χρόνου του Λουκά Παλαιοκρασά, Μια σχολική χρονιά είναι όπως ένας γάμος του Γεώργιου Γιαννόπουλου, Το στοίχημα της Μαρίας Λεωνίδα (και οι τρεις ταινίες αφορούν καταστάσεις σε σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κατά τη διάρκεια της πανδημίας).
Στο Αεραλάνδη περιγράφεται η ιστορία του του χαοτικού και ανοιχτού μουσικού συγκροτήματος «Aera Patera» που είχε ως μότο, τη φράση «η πραγματικότητα δεν υπάρχει». Η ταινία είναι διασκεδαστική, ευρηματική και ενίοτε συγκινητική μέσα από μια κατακλυσμική αφήγηση ως αποτέλεσμα του εξαιρετικού μοντάζ. Στο Τέλος χρόνου περιγράφονται οι ιστορίες μερικών μαθητών Λυκείου οι οποίοι δυσκολεύονται να βρουν τη θέση τους σε ένα σχολείο που αγνοεί τις ανάγκες τους, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζουν την πίεση των πανελληνίων. Η ταινία χαρακτηρίζεται από το προσεγμένο μοντάζ, την εξαιρετική αφηγηματική ροή και από το συγκινητικό φινάλε. Πιο καθηγητοκεντρική είναι η ταινία Μια σχολική χρονιά είναι όπως ένας γάμος, η οποία βασίζεται στις εμπειρίες ενός καθηγητή πληροφορικής που εργάζεται σε αθηναϊκό νυχτερινό σχολείο και ο οποίος κάνει ότι μπορεί να ανταπεξέλθει στην πληθώρα των προβλημάτων που προκαλεί η πανδημία, ενώ παράλληλα πρέπει να αντέξει στις πιέσεις της μητέρας του, η οποία προσπαθεί να τον πείσει να παντρευτεί. Κεφάτο ντοκιμαντέρ, με εξαιρετικά δομημένο σενάριο και ικανοποιητική αφηγηματική ροή. Είναι ενδιαφέρον φιλμ αφού, παρότι είναι μια DIY παραγωγή, διακρίνεται από αυξημένο επίπεδο ποιότητας και επαγγελματισμού. Τέλος, στο Στοίχημα, η κάμερα παρακολουθεί μαθητές και δασκάλους, καταγράφοντας πώς η πρωτόγνωρη εμπειρία της καραντίνας και της εξ αποστάσεως εκπαίδευση, διαμόρφωσε τις σχέσεις τους, εντός και εκτός οθόνης.