Η εποχή που ζούμε είναι επίπονη και απρόβλεπτη. Οι συνθήκες της ιστορίας δείχνουν ότι τα τελευταία χρόνια, μια μεγάλη περίοδος στασιμότητας και σχετικής σταθερότητας τελειώνει με οδυνηρό τρόπο και ξεκινά μια νέα, για την οποία κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την εξέλιξή της, πολύ περισσότερο το τέλος της. Η διαμορφωθείσα κατάσταση είναι απρόβλεπτη, επικίνδυνη και, σε πολλές περιπτώσεις, οι αλλαγές για πολλούς μπορούν να αποβούν μοιραίες. Η εντροπία της ιστορίας είναι στο μέγιστο βαθμό και παρόλο που ο Φράνσις Φουκουγιάμα υποστήριξε πριν από περίπου εικοσιπέντε χρόνια ότι η «ιστορία τελείωσε», είναι προφανές ότι αυτό δεν ισχύει. Αποδείχθηκε ότι ο Φουκουγιάμα είχε αυταπάτες. Είναι αλήθεια ότι τότε που ειπώθηκε αυτή η θρυλική ρήση, είχε μόλις τελειώσει η επίπονη και αγωνιώδης περίοδος του Ψυχρού Πολέμου που προσδιόρισε παγιωμένες γεωπολιτικές συμπεριφορές, οι οποίες εξέφραζαν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες ιδεολογίες: κομμουνισμός εναντίον καπιταλισμού, συλλογικότητα εναντίον ατομικότητας. Όχι, η ιστορία δεν τελείωσε με την ήττα του υπαρκτού κομμουνισμού. Η ιστορία συνεχίστηκε διάγοντας μια μεταβατική περίοδο, η οποία φτάνει στις μέρες μας οδηγώντας σήμερα σε νέες ισορροπίες, οι οποίες, ακριβώς επειδή ακόμα δεν έχουν ισορροπήσει, είναι απρόβλεπτες και επικίνδυνες. Το γεγονός της αβεβαιότητας φαίνεται να οδηγεί σε μια γενικότερη εσωστρέφεια, τόσο μεταξύ των λαών, όσο και μεταξύ των ανθρώπων.
Αυτό είναι κάτι που ισχύει σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως και στον κινηματογράφο. Στο σινεμά, η νέα εποχή που ξεκινά φαίνεται να οδηγεί το μέσο στην επόμενη εξελικτική διαδικασία που αναμένεται να φέρει τις εξής αλλαγές:
- Σταδιακή εξαφάνιση της κινηματογραφικής αίθουσας
- Σταδιακή εξαφάνιση, ενός σημαντικού κομματιού της μεταπαραγωγικής διαδικασίας που αφορά την εκμετάλλευση και τη διανομή.
Η κατακλυσμική έλευση του Netflix και άλλων ανάλογων φορέων (ήδη το δημοφιλές youtube έχει προχωρήσει στην παραγωγή πρωτότυπων ταινιών και τηλεοπτικών σειρών) και της μαζικής παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών που θα προβάλλονται μαζικά – διαμέσου του διαδικτύου – χωρίς να απαιτείται η αποσπασματική μαζική θέαση των κινηματογραφικών αιθουσών, αλλάζει το ύφος του κινηματογράφου. Οι νέες συνθήκες επιβάλλουν μαζικότητα του μέσου (Netflix) δια της απομόνωσης (προβολή κατ’ οίκον ακόμα και σε περιπτώσεις ταινιών που προβάλλονται σε παγκόσμια πρεμιέρα).
Στο πλαίσιο των παραπάνω μεταβολών, η ρευστότητα, τα ερωτήματα, οι αβεβαιότητες και οι αμφιβολίες αφορούν και τον ρόλο της κινηματογραφικής κριτικής στη διαμόρφωση της νέας κατάστασης. Ποια ήταν η θέση της και ποια είναι τώρα; Ήταν εποικοδομητική ή ήταν απλώς ένα κομμάτι της κινηματογραφικής βιομηχανίας; Η μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας και του σχετικού υλικού αναδεικνύει πολλές περιπτώσεις κριτικών κινηματογράφου – δημοσιογράφων που εργάστηκαν σε έντυπα ευρείας κυκλοφορίας, οι οποίοι με τα κείμενα τους δημιούργησαν τις προϋποθέσεις εκείνες ώστε το σινεμά να εδραιωθεί ως αντικείμενο των πολιτισμικών σπουδών σε ακαδημαϊκό επίπεδο κατά τη δεκαετία του ΄60. Τέτοιες ενδεικτικές περιπτώσεις είναι αυτές των Καρλ Ντράγιερ, Ζίγκφριντ Κρακάουερ, Αντρέ Μπαζέν, Φρανσουά Τριφό και Μικελάντζελο Αντονιόνι. Ο Καρλ Ντράγιερ έγραφε κριτική θεάτρου και σενάρια για να καταλήξει στο τέλος να σκηνοθετήσει αριστουργήματα όπως Το Πάθος της Ζαν Ντ΄Αρκ (1928) και Ο Λόγος (1955). Ο Μικελάντζελο Αντονιόνι εργάσθηκε ως κριτικός κινηματογράφου για πολλά χρόνια, έγραψε σενάρια και μετά ασχολήθηκε με την σκηνοθεσία με τα αποτελέσματα που γνωρίζουμε. Η ομάδα των κριτικών που ξεκίνησε από το περιοδικό Cahiers du Cinema, είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα για τους οποίους η κριτική κινηματογράφου θα πρέπει να αισθάνεται περήφανη. Ο Φρανσουά Τριφό πέρασε με άνεση από την κριτική στην σκηνοθεσία, το ίδιο και οι Ζαν Λυκ Γκοντάρ, Ερίκ Ρομέρ, Ζακ Ριβέτ, και Κλωντ Σαμπρόλ, οι υπόλοιποι συνάδερφοι του στο περιοδικό. Στις περιπτώσεις αυτές, οι εν λόγω κριτικοί κατάφεραν να συνδυάσουν την ευρεία αποδοχή και αναγνωρισιμότητα διαμέσου του εντύπου ή των εντύπων στα οποία δραστηριοποιούνταν και ταυτόχρονα έθεσαν τις βάσεις ώστε ο κινηματογράφος να αντιμετωπιστεί με θεωρητικό τρόπο και να ερευνηθεί ως αντικείμενο επιστημονικών και ακαδημαϊκών σπουδών.
Έτσι, οι κριτικοί αποτέλεσαν βασικό κομμάτι της εξέλιξης του σινεμά. Όμως, με το πέρασμα των χρόνων, η κινηματογραφική κριτική οδηγήθηκε σε απαξίωση και φθορά, η θεωρητική και ακαδημαϊκή συνεισφορά παραγκωνίστηκε. Οι κριτικοί κατέληξαν να αποτελούν στην πλειοψηφία τους, μια διαπλεκόμενη life style ελίτ δημοσιογράφων, που καλύπτουν το μέσο με ελαφρότητα και υποτέλεια, υπηρετώντας εντέλει τις επιδιώξεις της βιομηχανίας. Ο κριτικός έπαψε να είναι ο ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στο κινηματογραφικό έργο και τους θεατές και μετετράπη – στις περισσότερες των περιπτώσεων – απλώς σε στυγνό αντιγραφέα δελτίων τύπου διαφόρων κινηματογραφικών παραγωγών και διανομέων προωθώντας, σε πολλές περιπτώσεις, είτε εμπορικά ανοσιουργήματα, είτε ανούσια δήθεν καλλιτεχνικά έργα, υπερφίαλων και κενών περιεχομένου δήθεν «δημιουργών».
Αυτή η κατάσταση συνεχίζεται μέχρι σήμερα, μόνο που τα τελευταία χρόνια, με την ανάπτυξη του διαδικτύου και των social media, η κατάσταση αντιστρέφεται υπέρ του ανώνυμου θεατή, ο οποίος πλέον παίρνει την εκδίκησή του. Οι ανώνυμοι θεατές, επιτέλους αποκτούν λόγο και εκφέρουν άποψη οι ίδιοι, χωρίς να περιμένουν να εκφραστούν διαμέσου του κριτικού. Για του λόγου το αληθές, αρκεί να ανοίξει κανείς τις δημοφιλείς κινηματογραφικές ιστοσελίδες imdb.com και rottentomatos.com, όπου δημοσιεύονται αναρίθμητες κριτικές χρηστών. Ο καθένας πλέον μπορεί να γράψει μια κριτική και να επηρεάσει τους φίλους του στο facebook ή τους ακόλουθους του στο twitter. Μια δημοφιλής persona του διαδικτύου, ανεβάζοντας απλώς ένα story στο instagram, δηλώνοντας έτσι την παρουσία της σε μια κινηματογραφική αίθουσα ή ένα story την ώρα που παρακολουθεί μια ταινία στο σαλόνι του σπιτιού της, μπορεί να ανεβάσει το box office μια ταινίας ή την τηλεθέαση ενός τηλεοπτικού προγράμματος, κατευθύνοντας τα εκατομμύρια των δικών της φανατικών followers, κατά βούληση.
Το 1988 ο αείμνηστος συνάδερφος Νίκος Κολοβός* έγραφε ότι οι κινηματογραφικός κριτικός είναι «ο τέταρτος διαρκής θεατής του κινηματογράφου. Συνεχώς αντιμέτωπος με την ταινία, εξουσιαστικά σχετιζόμενος μαζί της, διατυπώνει έναν άλλο λόγο γι’ αυτήν. Την αναιρεί ή την επιβεβαιώνει χωρίς να καταργεί ή να αναστέλλει την λειτουργία της. Αντίθετα, ο λόγος του την προϋποθέτει. Εξαρτάται, παράγεται απ’ αυτήν. Δε νοείται κριτικός κινηματογράφου χωρίς την προβολή ταινιών. Η διακοπή της ματαιώνει και την κριτική. Πράγμα που δεν ισχύει για την θεωρία ή την ιστορία του κινηματογράφου. Ο κριτικός είναι διαρκής, όχι όμως και αναγκαίος θεατής. Οι ταινίες μπορούν να παράγονται και να λειτουργούν χωρίς τον κριτικό». Ο Νίκος Κολοβός εξέφρασε μια θέση, η οποία σήμερα επιβεβαιώνεται μέσα από τα γεγονότα της εποχής. «Το καινούριο σινεμά» φαίνεται να μην χρειάζεται την κινηματογραφική κριτική, η οποία οδηγείται σε έναν σίγουρο θάνατο. Το ζήτημα είναι αν θα υπάρξει η εξέλιξή της σε κάποια άλλη μορφή, ή αν ο θάνατός της θα είναι οριστικός.
*Από το εξαιρετικό βιβλίο του Νίκου Κολοβού Η κοινωνιολογία του κινηματογράφου, Εκδόσεις ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ, Αθήνα, 1988